σιασμός

σιασμός
και σασμός, ο, Ν [σιάζω / σάζω]
1. το σιάξιμο
2. παροιμ. «σιασμός αγιασμός» — δηλώνει ότι η συνδιαλλαγή, ο διάλογος είναι σε κάθε περίπτωση ευλογία Θεού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σασμός — ο, Ν βλ. σιασμός …   Dictionary of Greek

  • σιάση — σιάση, η και σιασμός, ο σιάξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”